Τέλεια, έτσι; (συγχωρήστε την ειρωνεία)
Η συνέχεια της ιστορίας μου ήταν ευτυχώς πολύ διαφορετική.
Βρέθηκα στο τελευταίο έτος της Ιατρικής στη Μελβούρνη με μια κρίση άσθματος, όπου γνώρισα τυχαία τον βελονισμό και έκανα αρχικά μερικές συνεδρίες με λίγο φόβο και αρκετή δυσπιστία - αλλά ακόμη περισσότερη δύσπνοια, οπότε είχα ισχυρό κίνητρο να μην το βάλω κάτω. Αργότερα συνέχισα με βοτανοθεραπείες και τελικά ξεφορτώθηκα για πάντα το άσθμα μου. Δεν το ξέχασα ποτέ αυτό.
Δεν έχω δει τα εισπνεόμενά μου εδώ και πολλά χρόνια. Φαντάζεστε πόσο λίγο πιστεύω πλέον σε δόγματα του στυλ "θα το έχετε αυτό για πάντα";
Το επόμενο κεφάλαιο της ιστορίας ανήκει στο γιο μου:
Τελείωσα λοιπόν πολύ πιο υγιής τις σπουδές μου, παντρεύτηκα και αποκτήσαμε τον Λεωνίδα, ο οποίος από περίπου 5 μηνών και μετά υπέφερε από πραγματικά άπειρες ιώσεις και λοιμώξεις με πολλές επιπλοκές, υστέρηση στην ομιλία, λογοθεραπείες, χειρουργεία και άλλα τέτοια χάλια.
Όσοι μας ήξεραν τότε, δεν έβλεπαν το παιδί ποτέ καλά. Οι γιατροί του δε, μας έλεγαν πως είναι «φυσιολογικό» να έχει συνέχεια ιώσεις το παιδί, και πως δεν μπορούμε παρά να αντιμετωπίζουμε τις επιπτώσεις.
Η λογική ερώτηση είναι βέβαια «Καλά, γιατροί και οι δύο και πηγαίνατε με το παιδί σας σε άλλους γιατρούς; Γιατί;;» Κατ’ αρχήν, εδώ στην Ελβετία όλοι οι γιατροί πηγαίνουν σε συναδέλφους τα παιδιά τους. Ήδη πριν τη γέννηση του Λεωνίδα είχαμε συμφωνήσει με τον άντρα μου να ΜΗΝ κάνουμε το γιατρό με το ίδιο μας το παιδί. Οι γιατροί είναι οι χειρότεροι ασθενείς… σωστά;
Ίσως. Πάντως κάποια στιγμή κουραστήκαμε και μπουχτίσαμε σε τέτοιο βαθμό από τη μονότονη επανάληψη των ίδιων προβλημάτων που τον λυπηθήκαμε σε τέτοιο βαθμό που, όπως λένε οι Άγγλοι, we took charge.
Πάψαμε να ακούμε τους γιατρούς του, το ψάξαμε μόνοι μας και τον βοηθήσαμε με εναλλακτικές μεθόδους: